- δουλευτέον
- δουλ-ευτέον,A one must be a slave,
τινί E.Ph.395
, Ba.366;οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν Isoc.9.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί E.Ph.395
, Ba.366;οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν Isoc.9.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουλευτέον — one must be a slave masc acc sg δουλευτέον one must be a slave neut nom/voc/acc sg δουλευτέος masc/fem acc sg δουλευτέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)